δωδεκάεδρο

δωδεκάεδρο
Στερεό που έχει δώδεκα έδρες. Αν οι έδρες αυτές είναι κανονικά πεντάγωνα και οι στερεές γωνίες τους είναι ίσες μεταξύ τους, τότε το δ. ονομάζεται κανονικό. Ανάμεσα στα άπειρα πολύεδρα του χώρου, υπάρχουν πέντε κανονικά. To κανονικό δ. είναι ένα από αυτά (τα άλλα είναι το τετράεδρο, το εξάεδρο, το οκτάεδρο και το εικοσάεδρο). Το δ. έχει 20 κορυφές, 30 ακμές και κάθε στερεά γωνία του έχει 3 έδρες. Η κατασκευή του κανονικού δ. από ένα κανονικό πεντάγωνο ΑΒΓΔΕ είναι απλή: διαγράφουμε από το σημείο Α μια ευθεία ΑΜ, που σχηματίζει με τις ΑΒ και ΑΕ γωνίες ίσες με τη γωνία ΕΑΒ του πεντάγωνου, με τέτοιο τρόπο ώστε η τρίεδρη γωνία ΑΒΕΜ να είναι κανονική. Αν σχηματίσουμε, με τον ίδιο τρόπο, τέσσερις άλλες τρίεδρες κανονικές γωνίες στα σημεία Β, Γ, Δ, Ε, πάρουμε τα μήκη ΑΜ, ΒΝ, ΓΠ, ΔΡ και ΕΣ, ίσα με το ΑΒ, και κατασκευάσουμε τα πέντε πεντάγωνα ΑΒΝΚΜ, ΒΓΠΑΝ, ..., τότε το σύνολο των έξι κανονικών πενταγώνων που ήδη υπάρχουν αποτελεί μια πολυεδρική επιφάνεια ανοιχτή, ίση με το μισό της επιφάνειας του κανονικού δ. Το δ. είναι συζυγές πολύεδρο με το εικοσάεδρο. (Ορυκτ.) Κρυσταλλική μορφή που ανήκει στην ολοεδρία του κυβικού συστήματος και προκύπτει από τον κύβο, αν αποκοπούν οι δίεδρες γωνίες του με επιφάνειες κάθετες προς τα επίπεδα συμμετρίας που περνούν από τις δίεδρες αυτές. To πολύεδρο που δημιουργείται με αυτό τον τρόπο έχει δώδεκα έδρες και ονομάζεται ρομβικό δ., γιατί κάθε έδρα του έχει σχήμα ρόμβου. Στο κυβικό σύστημα υπάρχουν και άλλες δύο κρυσταλλικές μορφές με 12 έδρες η καθεμία: το δελτοειδές δ. και το πενταγωνικό δ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εικοσάεδρο — Στερεό σώμα που έχει είκοσι επίπεδες έδρες. Αν και οι είκοσι έδρες του ε. είναι ίσα ισόπλευρα τρίγωνα, τότε λέγεται κανονικό ε. Το κανονικό ε. είναι ένα από τα πέντε κανονικά πολύεδρα που μπορούν να υπάρξουν, είναι συζυγές προς το δωδεκάεδρο και… …   Dictionary of Greek

  • δωδεκάεδρος — η, ο (AM δωδεκάεδρος, ον) 1. αυτός που έχει δώδεκα έδρες 2. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκάεδρο στερεό σώμα με δώδεκα έδρες …   Dictionary of Greek

  • πλατωνικός — ή, ό / πλατωνικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πλάτων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στο φιλοσοφικό του σύστημα («πλατωνικοί διάλογοι») 2. (για πρόσ.) αυτός που ακολουθεί τη φιλοσοφία τού Πλάτωνος («πλατωνικός φιλόσοφος») νεοελλ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ρομβικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα ρόμβου 2. φρ. α) «ρομβικό δωδεκάεδρο» (κρυσταλλ.) στερεό σχήμα με δώδεκα όμοιες έδρες, σε σχήμα ρόμβου β) «ρομβικό κρυσταλλικό σύστημα» κρυσταλλικό σύστημα που χαρακτηρίζεται από τρεις κρυσταλλογραφικούς άξονες,… …   Dictionary of Greek

  • Κέπλερ, Γιοχάνες — (Johannes Kepler, Βάιλ, Βυρτεμβέργη 1571 – Ρέγκενσμπουργκ 1630). Γερμανός αστρονόμος και φυσικός φιλόσοφος. Σπούδασε θεολογία στο πανεπιστήμιο Τίμπινγκεν. Εκεί επηρεάστηκε από τον καθηγητή μαθηματικών Μίκαελ Μέστλιν, υποστηρικτή της ηλιοκεντρικής …   Dictionary of Greek

  • πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”